ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω
ζοχαδιάζω, ζοχάδιασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζοχαδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ζοχαδιασμένος, η, ο 1. μτβ., εκνευρίζω κάποιον, τον νευριάζω, τον ανάβω. 2. αμτβ., νευριάζω, έχω τα νεύρα μου, είμαι στις κακές μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”